περιαγκωνίζω

περιαγκωνίζω
περιαγκων-ίζω,
A tie the hands behind the back, LXX 4 Ma.6.3: [tense] pf. part. [voice] Pass.

περιηγκωνισμένος Eust.643.44

(cf. περιακονίζω).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιαγκωνίζω — ΜΑ δένω τα χέρια κάποιου πίσω στη ράχη, δένω κάποιον πισθάγκωνα («πρῶτον μὲν περιέδυσαν τὸν γηραιόν.. ἔπειτα περιαγκωνίσαντές ἐκατέρωθεν, μάστιξι κατῄκιζον», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγκών κατά τα ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ αγκων ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • περιαγκωνίσαντα — περιαγκωνίζω tie the hands behind the back aor part act neut nom/voc/acc pl περιαγκωνίζω tie the hands behind the back aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγκωνισθείς — περιαγκωνίζω tie the hands behind the back aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγκωνίσαντες — περιαγκωνίζω tie the hands behind the back aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγκώνισμα — τὸ, Α [περιαγκωνίζω] το δέσιμο τών χεριών στη ράχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”